- προάναρχος
- -ον ΜΑαυτός που βρίσκεται πριν από κάθε αρχή και είναι χωρίς αρχή («υἱέ θεοῡ, Χριστέ, προάναρχε ἁπάντων», Ανθ. Παλ.).επίρρ...προανάρχως (Μ)πριν από κάθε αρχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἄναρχος «αυτός που δεν έχει αρχή»].
Dictionary of Greek. 2013.